ὠθούσας

ὠθούσας
ὠθούσᾱς , ὠθέω
thrust
pres part act fem acc pl (attic epic doric)
ὠθούσᾱς , ὠθέω
thrust
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ώθηση — η / ὤθησις, ήσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωθώ, κν σπρώξιμο νεοελλ. 1. φυσ. η δράση μιας δύναμης πάνω σε ένα σώμα στο οποίο τείνει να προσδώσει κίνηση, τής οποίας το μέτρο ισούται με το γινόμενο τής δύναμης επί τον χρόνο επενέργειάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”